Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Δ' Καταγραφή, 12.11.2011



Ολοκλήρωση Α’ κύκλου

Εξαγνισμός, Συγχώρεση.
Θεωρηση παιδιού προς πατέρα μετά την απομυθοποίηση, και πατέρα προς παιδιού μετά την απώλεια.
Θεώρηση του κόσμου ως Τρίτο μάτι. Αντοχες για μία ακόμη ευκαιρία ή τιμωρία.
Ξανα επιλέγω αυτό που γνωρίζω. Το οικείο με τα ελαττώματά του.

Τα ποντίκια εκδιωχτήκαν, ο δήμαρχος αδίκησε, τα παιδιά εξαφανίστηκαν, τα φύλλα έπεσαν. Σαν να ολοκληρώθηκε  ένας κύκλος μία ιστορίας που μιλούσε για τη φυγή και την απώλεια, ανάλογα την οπτική από την οποία θεωρείς τα πράγματα. Αυτός που φεύγει και αυτός που βιώνει την απώλεια. Και η τιμωρία σε διττό ρόλο, αυτόν της αδικίας και αυτόν του «μαθήματος» μας τοποθετεί καθημερινά στη μία ή την άλλη πλευρά θεώρησης και θέασης  της φυγής  - απώλειας, της ζωής και του θανάτου.
Το ζήτημα είναι η πρόθεση. Το πόσο δίνεσαι κι αφοσιώνεσαι στο σκοπό σου, ανασύροντας κι επιστρατέυοντας όλα τα δικά σου μέσα κι εργαλεία. Εμείς τα διαλέγουμε αυτά ένα ένα. Κι ανάλογα την πρόθεση, μπροστά μας θα δούμε τα ανάλογα μέσα. Μπροστά μας βρίσκονται και τα μεν και τα δε, εμείς θα δούμε μόνο αυτά που μας ταιριάζουν.

Ο Δήμαρχος ήθελε να σώσει το χωριό του από το Κακό. Η πρόθεση του δεν ήταν απαραίτητα το Καλό, αλλά ο εκδιωγμός του Κακού. Ο Αυλητής του άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει. Η πρόθεσή του ήταν να φέρει το Καλό. Όταν ο σκοπός επιτεύχθη ο Δήμαρχος αρνήθηκε να πληρώσει τον Αυλητή. Στην ουσία δε του έδωσε ποτέ το χέρι του. Απλά είχε θελήσει ο Άλλος να του το απλώσει. Γι’ αυτό και δεν αισθανόταν καμία υποχρέωση απέναντί του. Τον τιμώρησε, στρέφοντάς του την πλάτη στο χέρι που του απλώθηκε.

Τότε, ο Αυλητής τον τιμωρησε με τη σειρά του. Όμως η πρόθεσή του συνέχιζε να είναι το Καλό. Εξαφάνισε τα παιδιά του χωριού. Το αποτέλεσμα ήταν ο Δήμαρχος να βιώσει την απώλεια και να διδαχθεί μέσα από αυτήν.  Τα παιδιά μαζί με τον Αυλητη βίωσαν τη φυγή μέσα σε καταπράσινα λιβάδια, όπυ τρέξαν, κυλησθηκαν και γεύθηκαν τη χαρά και τη γλύκα της ξεγνοιασιάς κι ελευθερίας. Το εργαλείο του Αυλητή δεν ήταν τα παιδιά. Δεν πλήρωσαν εκείνα το τίμημα μίας άδικης πράξης επειδή αυτά βρέθηκαν μπροστά του. Το τίμημα το πλήρωσε ο Δήμαρχος που διέπραξε την αδικία. Εκείνος βίωσε την απώλεια, το φόβο, την άρνηση, την απόρριψη.

Εδώ έρχεται το τρίτο μάτι να θεωρήσει τα πράγματα από ψηλά. Να ανιχνεύσει τις σκέψεις που κυρίευσαν το Δήμαρχο- Πατέρα και το Παιδί «του».  Κάποιοι ένιωσαν το φόβο του παιδιού, πιστεύοντας πως εκείνο πλήρωσε για την αδικία. Κάποιοι άλλοι είδαν την απελευθέρωσή του και την ορμή του να παίξει και να χαρεί, από την εσωτερική δύναμη που διακατέχει πάντα τα παιδιά να συνεχίζουν, να τρέχουν και να γελούν.  Όσο για τον Πατέρα, όλοι βίωσαν μαζί του τον Πόνο, όπως κι αν εκφραζόταν αυτός.

Και η κρίση?

Ποιος μπορεί να δώσει δεύτερη ευκαιρία σε έναν ανθρωπο που έσφαλε τόσο πολύ; Ποιος μπορεί να του απλώσει το χέρι και να του πει πως «ποτέ δεν είναι αργα;»Την ημέρα της κρίσης το Τρίτο μάτι μπορεί να σε κηνυγήσει, να σε καταδιώξει για την απληστία και τον εγωισμό σου, μην αφήνωντάς σου άλλα περιθώρια διόρθωσης  και μετα – νόησης, όχι με τη συνηθισμένη της έννοια, αλλά με την κυριολεκτική. Τα μετα-νοήματα οφείλουν να είναι τροφή για σκέψη κι ενέργεια για το σήμερα και τις επιλογές του αύριο.
Σε κάθε περίπτωση, το Τρίτο μάτι, βρίσκεται μέσα μας. Δεν είναι άλλο από τη συνείδησή μας.

Στο εκατοστό χιλιοστό δάκρυ του Δημάρχου, ήρθε ο εξαγνισμός, η κάθαρση. Ο Αυλητής του χάρισε το πολύτιμο δώρο της Συχγώρεσης.  Η πρόθεσή του, έφτασε στον σκοπό της παραδίδοντας ένα μαθημα ζωής στο Δήμαρχο – Πατέρα, για το Καλό. Τότε, τα παιδιά επέστρεψαν κι εκείνος έφυγε ήσυχα μέσα σε μελωδίες και σιωπές.

Ο Δήμαρχος τότε αντίκρυσε ξανά, αλλά ίσως και για πρώτη φορά τον υιό του. Και το παιδί τον Πατέρα του.

Ο Πατέρας, μέσα από το βίωμα της απώλειας συνειδητοποίησε ίσως το πόσο θα πρέπει να διαφυλάσσουμε ότι αγαπάμε ειλικρεινά. Ήρθε πιο κοντά στο παιδί του, αγάπωντας το ξανά και ξανά. Εκτίμησε το πολύτιμο της παρουσίας του μέσα από την απουσία του.

Το Παιδί, όμως, με τι μάτια είδε τον Πατέρα του αυτή τη φορά; Τον αναγνώρισε ; Μέχρι χθες ο Πατέρας ήταν στο βάθρο που με τη φαντασία του είχε φτιάξει το παιδί, έτοιμος να αντιμετωπίσει τα πάντα, δυνατός και αλάνθαστος, πάντοτε Εκεί. Όταν το βάθρο γκρεμίστηκε μπροστά στα παιδικά του μάτια και ο Πατέρας βγήκε από το μύθο, αποκτώντας σάρκαι και οστά, όπως όλοι οι άλλοι γύρω του, τι ένιωσε;  Ουσιαστικά, η προσγέιωση δεν ήταν για τον Πατέρα, αλλά για το ίδιο.

Εικονικές πραγματικότητες που όλοι φτιάχνουμε με κόπο και φαντασία, βάζοντας τους τα πολυτιμότερα αγαθά και τα πιο χρωματιστά στολίδια, για να μπούμε μέσα τους. Κι όταν η εικόνα σπάει σε χίλια κομμάτια και μένει μόνο η πραγματικότητα, υπάρχουν δύο δρόμοι. Να μαζέψουμε ένα ένα τα σπασμένα για να την ξαναφτιάξουμε, γιατί αυτή γνωρίζαμε έως τώρα κι έστω και σπασμένη μας είναι αρκετή γιατί είναι οικεία. Ο άλλος δρόμος είναι να αφήσουμε τα κομμάτια κάτω και να βρούμε τα χρώματα της Αλήθειας που κι αυτά μπορούν να είναι ή να γίνουν φανταχτερά.

Η επανάληψη μίας επιλογής, άραγε, κρύβει μέσα της την αποδοχή ή την ανασφάλεια προς κάτι ανοίκειο και ξένο;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου