Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Α' Καταγραφή, 24/09/2011





Από το ημερολόγιο ενός ....  ταξιδιωτικού σάκου
Ήταν Σάββατο, 24 Σεπτέμβρη. Βρισκόμουν στο κέντρο μιας σκηνής θεάτρου και περίμενα ανυπόμονα να αρχίσουμε. Ήμουν στο στοιχείο μου. Πάνω σε σανίδι, όπως σε κατάστρωμα, έτοιμος για ταξίδι. Επιτέλους, ο Σίμος έδωσε το σήμα και καμιά εικοσαριά άνθρωποι (γυναίκες στην πλειονότητά τους,  ελάχιστοι άντρες) ανέβηκαν στη σκηνή και με πλαισίωσαν. Φορούσαν άσπρα οι περισσότεροι, υπήρχαν όμως και δυο-τρία «μαύρα πρόβατα». Ο Σίμος, λευκοντυμένος και ο ίδιος, τους καλωσόρισε με τον τρόπο του και τους προέτρεψε να κοιτάξουν το χώρο γύρω τους. Έριξα κι εγώ μια ματιά : Σκούρα χρώματα, μαύρο-γκρίζο, ξύλο και ασοβάτιστοι τοίχοι. Η τετράγωνη μαύρη σκηνή έχει μια κάθετη λευκή γραμμή κι ένα λευκό πλαίσιο- χνάρια προφανώς κάποιας παράστασης. Η μικρή αμφιθεατρική πλατεία, εβδομήντα θέσεων περίπου, στριμώχνεται προς τα δεξιά –όπως κοιτάμε- αφήνοντας διάδρομι στ’ αριστερά της. Ο χώρος έχει κάτι το τραχύ και ακατέργαστο, χωρίς όμως να μοιάζει αφιλόξενος ή ασφυκτικός. Αντίθετα, είναι ζεστός, «συνομωτικός» και γεμάτος ενέργεια. Αρκετά όμως με την περιήγηση. Όπως είπε και ο Σίμος, το ζήτημα του χώρου θα μας απασχολήσει ίσως ξανά προς το τέλος του ταξιδιού μας.

Οι μαθητευόμενοι εμψυχωτές  προσπάθησαν, με την παρότρυνση του Σίμου, να σχηματίσουν κύκλο γύρω μου. Ποιος είπε ότι είναι εύκολο; Στη συνέχεια, με πλησίασαν, με άγγιξαν, με σήκωσαν ψηλά και με άφησαν να πέσω ...(άουτς!). Άρχισαν να κινούνται ελεύθερα τριγύρω μου μαντεύοντας με μια λέξη το περιεχόμενό μου. Υφάσματα- είπαν οι παλιοί, που ξέρουν. Άλλοι είπαν χρώματα, μουσική, βιβλία, ρούχα, επιθυμίες, κ.α. Ένιωσα περηφάνεια, αλλά και κάποια αμηχανία, που όλοι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν  να εντρυφήσουν στον ... εσωτερικό μου  κόσμο!

Στη συνέχεια, κάθε μαθητευόμενος παροτρύνθηκε να φανταστεί και να αφηγηθεί στην ομήγυρη μια ιστορία σχετική με την αφεντιά μου και τα κρυμμένα μου μυστικά. Κάποια έβγαλε από μέσα μου ολόκληρη φανταστική ορχήστρα κι έπαιξε μουσική! Δύο μαθητευόμενοι ξεκίνησαν να μιλούν ταυτόχρονα, κατά παράβαση του κανόνα που είχε τεθεί. Ο Σίμος το άφησε να εξελιχθεί, δίνοντας ένα παράδειγμα αξιοποίησης του τυχαίου. Έτσι, γύρω από μια αρχική υπόθεση, ότι και καλά μέσα μου έκρυβα άπλυτα ρούχα από τις καλοκαιρινές διακοπές, αναπτύχθηκε ένας αυτοσχεδιαστικός διάλογος ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και  μία γυναίκα, προφανώς ζευγάρι. Όταν κάθησαν πάνω μου πλάτη με πλάτη και άρχισαν να διαπραγματεύονται αναπτύσσοντας τη σύγκρουσή τους, ένιωσα να αναβαθμίζομαι. Δεν ήμουν πια ένας απλός σάκος , αλλά ένα θεατρικό αντικείμενο, ένα «είδος φροντιστηρίου», όπως έχω ακούσει να λένε. Το επεισόδιο έληξε με το συναινετικό άνοιγμα του φερμουάρ μου, στο ρυθμό μιας παιχνιδιάρικης τζαζ μουσικής. Η ομάδα με πλησίασε, κάποια χέρια ελευθέρωσαν από μέσα μου ένα λευκό πανί, κι εγώ αποσύρθηκα σε μια γωνιά, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω και να καταγράφω καλύτερα.

Το πανί τεντώθηκε και οι μαθητευόμενοι το κράτησαν για λίγο στο ύψος του λαιμού, έτσι που έβλεπα μόνο τα πρόσωπά τους να ανταλλάσσουν ματιές. Ήταν καιρός να γνωριστούμε καλύτερα. Ακολουθώντας την κίνηση του Σίμου, το πανί τεντώθηκε ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, και οι μαθητευόμενοι μεταμορφώθηκαν, θέλοντας και μη, σε ... Άτλαντες! Ένας- ένας έμπαιναν κάτω από το θόλο του ουρανού και συστήνονταν, λέγοντας το όνομά τους και ό,τι άλλο δικό τους ήθελαν να μοιραστούν με την ομήγυρη- μια σκέψη, ένα συναίσθημα, μια είδηση, ένα μυστικό... Τελευταίος συστήθηκε ο Σίμος, συνοδεύοντας τη δήλωσή του με μια κυκλική κίνηση ώστε να απευθύνεται εξίσου σε όλα τα μέλη της ομάδας. Λίγο πριν καταρρεύσει το στερέωμα, οι «Άτλαντες», με φανερή ανακούφιση, εγκατέλειψαν τον «άθλο» τους και το πανί στρώθηκε στο έδαφος.

Στη σύντομη ανάπαυλα που ακολούθησε, ο Σίμος μίλησε για τις έννοιες πάνω-κάτω,  για τα επίπεδα στο χώρο και την αξιοποίησή τους στο θεατρικό παιχνίδι και την εμψύχωση, για την ευελιξία που οφείλει να διαθέτει ο εμψυχωτής και για την προσοχή που απαιτείται να δείχνει, ιδίως όταν απευθύνεται σε παιδιά, ώστε να μην μπλοκάρει τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητά τους.
Οι μαθητευόμενοι, φανερά χαλαρωμένοι πια, άρχισαν να κινούνται ελεύθερα στο χώρο και να συστήνονται, Στην αρχή, έλεγαν το όνομά τους σε όποιον συναντούσαν και του απεύθυναν κάποιο χαιρετισμό. Μετά, έπρεπε να πουν το όνομα εκείνου που συναντούσαν. Αν δυσκολεύονταν, ο άλλος τους έκανε διακριτικά «υποβολείο».

Όταν ολοκληρώθηκε κι αυτή η δράση, το πανί αποσύρθηκε από τη σκηνή μ’ ένα παράδοξο τρόπο- σπρωγμένο από τα πόδια των μαθητευόμενων που πατούσαν πάνω του! Επανήλθε ως κουβάρι ή μπάλα ή φασκιωμένο μωρό ή κάτι τέτοιο και οι μαθητευόμενοι έπαιξαν με αυτό πετώντας το ο ένας στον άλλο, προσέχοντας μην πέσει χάμω, και φωνάζοντας συγχρόνως το όνομά τους. Το διασκέδασαν πολύ- κι εγώ μαζί τους.

Έπαιξαν κι άλλα παιχνίδια. Το «να μπει στον κύκλο όποιος...» (φοράει ρολόι, είναι ξυπόλητος, έχει παιδιά, έχει γενέθλια το Νοέμβρη, κλπ ). Στην αρχή τα παραγγέλματα τα έδινε ο Σίμος, και μετά ένας-ένας οι μαθητευόμενοι όταν τους άγγιζε στην πλάτη ο εμψυχωτής.

Σ’ ένα άλλο παιχνίδι, οι συμμετέχοντες έπρεπε να αλλάξουν θέση μεταξύ τους, στην αρχή σιωπηλά κι έπειτα αυτοσχεδιάζοντας ένα σύντομο διάλογο- ένα κουτσομπολιό και την αντίδραση που προκαλεί σε αυτόν που το ακούει. Στο επόμενο στάδιο, το παιχνίδι εξελίχθηκε σε διαγωνισμό ψεύδους και τερατολογίας. Καθένας έπρεπε να μπει στο κέντρο και να πει το μεγαλύτερο ψέμα όσο πιο πειστικά μπορούσε. Ακούστηκαν απίστευτα πράγματα! Ο εμψυχωτής μοιράστηκε με την ομάδα ένα στοχασμό για την αλήθεια, το ψέμα και τη σχέση τους με τη ζωή και το θέατρο, κι έδωσε στους μαθητευόμενους ολίγων λεπτών διάλειμμα.

Μετά το σύντομο διάλειμμα, ο Σίμος ενημέρωσε τους συμμετέχοντες για κάποια πρακτικά – και όχι μόνο- ζητήματα που αφορούν στο σεμινάριο, επιμένοντας στη σημασία της καταγραφής των συναντήσεων. Ήταν τόσο πειστικός που ακόμα κι εγώ αποφάσισα να κρατήσω ημερολόγιο!

Όπως κάθονταν στον κύκλο, ο εμψυχωτής έδωσε ένα διπλό σήμα, ηχητικό και κινησιολογικό, στη μαθητευόμενη που βρισκόταν στ’ αριστερά του, εκείνη το μετέδωσε στη διπλανή της και το σήμα έκανε το γύρο δυο φορές, την πρώτη φορά λειψό, τη δεύτερη ολόκληρο. Ο συντονισμός της ομάδας θέλει το χρόνο του...

Οι μαθητευόμενοι σηκώθηκαν αργά, παρατηρώντας κι ελέγχοντας την κίνησή τους, κι  έπειτα άρχισαν να κινούνται στο χώρο. Κάποια στιγμή, με προτροπή του εμψυχωτή, έσκυψαν και μάζεψαν από το έδαφος  ένα φανταστικό αντικείμενο. Το κράτησαν στα χέρια τους και με μάτια κλειστά προσπάθησαν να νιώσουν τον όγκο και την υφή του. Όταν τους άγγιζε ο Σίμος, δήλωναν την ταυτότητα του αντικειμένου και μιλούσαν γι αυτό. Στη συνέχεια, προσπάθησαν να μεταμορφωθούν στο αντικείμενο της επιλογής τους και να κινηθούν ανάλογα, ώσπου έπεσαν στο έδαφος.

Όταν σηκώθηκαν, μια δυνατή αφρικανική μουσική (έχω πάει στην Αφρική και ξέρω...) τους παρέσυρε σ’ ένα αυτοσχεδιαστικό χορό όπου συμμετείχε ολόκληρο το σώμα, σε μια προσπάθεια να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο. Συγχρόνως η ομάδα αναζήτησε την κοινή της  φωνή, καταλήγοντας σε μια ζωηρή, άναρθρη περιοδική κραυγή. Ο χορός εξελίχθηκε σ’ ένα παιχνίδι- δρώμενο, όπου οι μισοί μαθητευόμενοι περνούσαν μπουσουλώντας κάτω από τα πόδια των υπολοίπων, ενώ αυτοί προσπαθούσαν να τους τρομάξουν με φωνή και κίνηση. Όταν έσβησε η μουσική οι χορευτές είχαν λαχανιάσει. Άκουγα τις βαριές τους ανάσες κι έβλεπα το στήθος τους να ανεβοκατεβαίνει. Τα μάτια τους όμως έλαμπαν.

Ο εμψυχωτής έστρωσε στο κέντρο της σκηνής το γνωστό λευκό πανί και κάλεσε τον /την  πιο κουρασμένο/η να ξαπλώσει και να ξαποστάσει. Μια κοπέλα ανταποκρίθηκε στην πρόκληση και ο Σίμος την ενθάρρυνε να φανταστεί ποια είναι και πού βρίσκεται και να μιλήσει γι αυτό. Στη συνέχεια, ένας-ένας  οι μαθητευόμενοι έμπαιναν στη δράση και, υιοθετώντας κάποιο ρόλο συνέχιζαν την ιστορία ή της έδιναν μια διαφορετική κατεύθυνση. Μια αλεπού, η Ελένη της Τροίας, μια νοσοκόμα ψυχιατρείου και άλλα πολλά πρόσωπα συμμετείχαν στη δράση ή τη σχολίαζαν, πάντα όμως σε ρόλο. Τελικά τι ήταν αυτό που έβλεπα; Μια σκηνή στο δάσος, κάποιοι τρόφιμοι ψυχιατρείοιυ σε διάλειμμα ή μια ταινία για κάποιους τρόφιμους ψυχιατρείου που παριστάνουν ήρωες παραμυθιών και μύθων; Σα ρώσικη κούκλα...

Όταν όλοι είχαν μπει στη δράση, ο εμψυχωτής πάγωσε την εικόνα και τη σχολίασε με το μοναδικό του τρόπο, που δυστυχώς δε δύναμαι να αποτυπώσω με ακρίβεια. Έπειτα, έβγαλε από μέσα μου δύο μακρόστενα χρωματιστά υφάσματα και τα έριξε στους ώμους των μαθητευόμενων εμψυχωτών. Το κόκκινο πανί που επίσης έκρυβα στα «σπλάχνα» μου σκέπασε τα δύο κορίτσια στο κέντρο, σχηματίζοντας μια παλλόμενη καρδιά.

Ξαφνικά η καρδιά σταμάτησε να χτυπάει. Οι αυτόπτες μάρτυρες σχολίασαν το γεγονός, υπό την οπτική γωνία κάποιου ρόλου- ως γιατροί, κουρασμένες νοσηλεύτριες, αγωνιώντες συγγενείς... Η επιστήμη είχε σηκώσει τα χέρια, όταν κάποια ειδικευόμενη  ε... μαθητευόμενη ήθελα να πω.... πρότεινε εναλλακτική θεραπεία: Να δώσουν στην καρδιά ανάποδο παλμό, γιατί «μερικές φορές τα πράγματα δουλεύουν και αλλιώς», όπως είπε. Δεν πρόλαβε όμως να αναλάβει πρωτοβουλία, γιατί κάποια συνάδελφός της – σε ρόλο μωρού- γύρεψε τη μητρική της φροντίδα και η μαθητευόμενη διχάστηκε ανάμεσα στο γενικό καθήκον και το ειδικό. Τελικά διεκπεραίωσε, με φανερή ανυπομονησία,  το ειδικό και επέστρεψε δυναμικά στο γενικό. Στο μεταξύ, κάποιοι είχαν μπει κάτω από το κόκκινο πανί και προσπαθούσαν να δώσουν παλμό στην καρδιά. Τελικά τα κατάφεραν και η καρδιά επαναλειτούργησε, αν και κάπως άρρυθμα. Είπαμε, οι ομάδες θέλουν το χρόνο τους για να λειτουργήσουν πραγματικά...

Καθισμένοι σε κύκλο, οι μαθητευόμενοι ένωσαν τα χέρια τους και μοιράστηκαν την ενέργεια της στιγμής. Η συνάντηση πλησίαζε στο τέλος της. Τα φώτα χαμηλώσαν, οι μαθητευόμενοι ξάπλωσαν στο πάτωμα και ο εμψυχωτής τους αποχαιρέτησε, μιλώντας για την καρδιά της ομάδας, την καρδιά του κόσμου, την ενότητα και το χρόνο, με λόγια που δεν θα μπορούσα να επαναλάβω, εγώ ένας ταπεινός ταξιδιωτικός σάκος, που μου άρεσαν όμως πολύ, γιατί μου φάνηκαν γεμάτα καλοσύνη και αλήθεια.

  Καλό Ξημέρωμα!!! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου